- εὐβοσίᾳ
- εὐβοσίᾱͅ , εὐβοσίαgood pasturefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐβοσία — εὐβοσίᾱ , εὐβοσία good pasture fem nom/voc/acc dual εὐβοσίᾱ , εὐβοσία good pasture fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευβοσία — εὐβοσία, ἡ (Α) 1. η καλή βοσκή («ἡ χώρα ἔχει πολλὴν εὐβοσίαν», Αριστοτ.) 2. αποδοτική καλλιέργεια 3. καλή φυσική κατάσταση («εὐβοσία τοῡ σώματος», Αριστοτ.) 4. αφθονία 5. ως κύριο όν. Ευβοσία θεότητα που λατρευόταν στη Μικρά Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
εὐβοσίαν — εὐβοσίᾱν , εὐβοσία good pasture fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβοσίην — εὐβοσία good pasture fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβοσίης — εὐβοσία good pasture fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευποσία — εὐποσία, ή (ΑΜ) μσν. κρασοκατάνυξη αρχ. 1. ευκαρπία, αφθονία 2. (ως προσωποποίηση) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ποσία (< πότης), πρβλ. οινο ποσία] … Dictionary of Greek